υπονομεύω

υπονομεύω
ὑπονομεύω ΝΑ [ὑπόνομος]
1. σκάβω κάτω από την επιφάνεια τού εδάφους και διανοίγω υπόνομο
2. μτφ. ενεργώ με δόλιο και συγκεκαλυμμένο τρόπο προκειμένου να βλάψω κάποιον (α. «το μόνο που κάνει είναι να υπονομεύει τις προσπάθειες τών συναδέλφων του» β. «ὑπενόμευε Ῥωμαίοις πόλεμον ἐκ τῶν ὑπηκόων», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
μτφ. βλάπτω κάποιον με δόλια μέσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπονομεύω — υπονομεύω, υπονόμευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπονομεύω — υπονόμεψα, υπονομεύτηκα, υπονομευμένος 1. σκάβω το έδαφος με υπόνομο για ανατίναξη, μινάρω: Υπονομεύτηκε η δεξαμενή. 2. μτφ., ενεργώ με δόλο για να βλάψω κάποιον, σαμποτάρω: Υπονόμεψαν τη δημοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπονομευόντων — ὑπονομεύω undermine pres part act masc/neut gen pl ὑπονομεύω undermine pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπονομευομένου — ὑπονομεύω undermine pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπονομεύοντες — ὑπονομεύω undermine pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιορύσσω — Α υποσκάπτω, υπονομεύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διορύσσω «σκάβω, υπονομεύω»] …   Dictionary of Greek

  • υπονόμευση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπονομεύω, διάνοιξη υπονόμου κάτω από το έδαφος, ιδίως για την τοποθέτηση εκρηκτικών υλών 2. μτφ. α) δόλια βλαπτική ενέργεια («η συστηματική υπονόμευση τής κυβερνητικής προσπάθειας από την αντιπολίτευση»)… …   Dictionary of Greek

  • ανθυπονομεύω — 1. αχρηστεύω ή ανατινάσσω τις υπονόμους των πολιορκητών (ενός οχυρού) κατασκευάζοντας νέες υπονόμους 2. υπονομεύω κάποιον που με υπονομεύει …   Dictionary of Greek

  • διορύσσω — (AM διορύσσω και διορύττω) [ορύσσω] σκάβω από τη μια άκρη ώς την άλλη, ανοίγω δίοδο αρχ. 1. υποσκάπτω, υπονομεύω 2. διερευνώ, εξετάζω, ανακαλύπτω 3. χώνω, θάβω στη γη, κρύβω …   Dictionary of Greek

  • λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”